καλούτσικος

καλούτσικος
-η, -ο
επίρρ. ανεκτός, μέτριος: Είναι καλούτσικος μαθητής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καλούτσικος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 37 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας. * * * η, ο, θηλ. και ια (Μ καλούτσικος, η, ον) [καλός] 1. κάπως καλός, υποφερτός, μέτριος («καλούτσικος μαθητής») 2. ευχάριστος στην όψη,… …   Dictionary of Greek

  • Kassandra (Gemeinde) — Gemeinde Kassandra Δήμος Κασσάνδρας (Κασσάνδρα) …   Deutsch Wikipedia

  • ακρόκαλος — (I) η, ο (για περιοχές) αυτός που δεν έχει κροκάλες, χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κροκάλη]. (II) η, ο και ακροκαλός, ή, ό καλούτσικος, λίγο καλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + καλός] …   Dictionary of Greek

  • υποφερτός — ή, ό 1. ο κάπως ανεκτός, που μπορεί κανείς να τον υποφέρει: Υποφερτή ζέστη. 2. μέτριος, καλούτσικος: Υποφερτό φαΐ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”